Ciao Stromboli!
Νοέμβριος 2018
To αφιέρωμα γράφει η Σουζάνα Καψή
“Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε είπες σε κάποιον γελαστή σε τόνο αστείου, πως μοιάζει το άρρωστο κορμί μου όταν καίγεται με την κορφή την φλεγομένη του ηφαιστείου”
Θα επισκεφτούμε το Στρόμπολι λέγαμε (εγώ και η φίλη μου, Κωστάντζα) και την ίδια ώρα δαγκωνόμασταν γιατί δεν ξέραμε πώς θα καταφέρουμε αυτό το σχέδιο. Οι φίλοι και γνωστοί μας στο Παλέρμο, ενώ επιβεβαίωναν την ομορφιά του, την ίδια ώρα προσπαθούσαν να μας πείσουν για την δυσκολία του να φτάσεις εκεί και δη Νοέμβρη μήνα, που το νησί έχει αρχίσει να ερημώνει σε σχέση με τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα πάντα είναι κλειστά, καθώς και τα τουριστικά γραφεία, που χρειάζεται να ενοικιάσεις οδηγό βουνού – υποχρεωτικά – για να ανέβεις στην κορυφή. Εμάς το μέρος μας καλούσε. Ακόμα και την κορυφή να μην φτάναμε, μας ήταν ακόμα δελεαστικότατη η εξόρμηση, έστω για χαλάρωση στο νησί. Μα δεν ξέραμε και εμείς για που οδεύαμε, μόνο πως το Στρόμπολι είναι ηφαίστειο ενεργό, με συνεχόμενη δραστηριότητα εδώ και 2000 χρόνια.
Ξενυχτισμένες, αποφασισμένες και ενθουσιασμένες γυναικείες αύρες, έτοιμες να υποδεχτούμε νέες εμπειρίες, εικόνες και γνωριμίες στο άγνωστο ταξίδι μας προς το φλεγόμενο βουνό.
Παλέρμο, ημέρα Τρίτη, ώρα πολύ πρωινή. Αθόρυβες σαν τις γάτες μαζεύουμε τις βαλιτσούλες μας και τις σέρνουμε πάνω στην υγρή άσφαλτο στους ακόμη κοιμισμένους δρόμους του κέντρου με προορισμό τον σταθμό του τρένου. Είμαστε σίγουρες για το απόλυτο τίποτα, αλλά αυτό μας γοητεύει στα ταξίδια. Στον γκισέ ζητάμε την πιο οικονομική διαδρομή, και προφανώς είναι αυτή με τις περισσότερες στάσεις και η πιο χρονοβόρα. Το καινούργιο απόκτημα της Κώννας, μια κάμερα, έχει ήδη προθερμανθεί και προετοιμάζεται να εγκλωβίσει στιγμές. 9:30΄ ο συρμός αναχωρεί. Παραλιακά διασχίζει την βόρεια πλευρά της Σικελίας από τα δυτικά στα Ανατολικά. Παλέρμο – Άγκατα αλλαγή συρμού, Άγκατα – Μιλάτζο. Από κει έχουμε 40 λεπτά να προλάβουμε το δελφίνι, που σκίζοντας τα λαδωμένα νερά της Τυρρηνικής θάλασσας θα επιβιβάσει και θα αποβιβάσει ψυχές όλων των ειδών στα ηφαιστειακά αιολικά νησιά. Μιλάτζο – Βουλκάνο – Λίπαρι – Λίγκουα – Παναρέα…
Και ξαφνικά εμφανίζεται θολό και επιβλητικό, το εξαιρετικά ισόπλευρο τριγωνικό νησί ανάμεσα στα άλλα βραχώδη νησάκια που λιάζονταν στον απογευματινό ήλιο, καταμεσής του αιολικού πελάου. Οι παλμοί ήδη ανεβαίνουν και η επιρροή της μαγείας έχει ξεκινήσει. Πλησιάζοντας, όλο και εντυπωσιαζόμαστε από το νησί –ηφαίστειο – φάντασμα μπροστά μας. Το βουνό είναι καταπράσινο και τα πρώτα λευκά κτίσματα προβάλλουν. Στο νησί υπάρχουν δυο χωριά που βρίσκονται αντιδιαμετρικά απέναντι το ένα από το άλλο, την Τζινόστρα και το ομώνυμο Στρόμπολι. Η Τζινόστρα, λιμανάκι μικρό με 40 κατοίκους τον χειμώνα και το Στρόμπολι, μεγαλύτερο με 200 κατοίκους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πολλούς παραπάνω το καλοκαίρι, από εποχιακούς εργαζόμενους μέχρι χιλιάδες τουρίστες που το επισκέπτονται. Τα χωριά δεν συνδέονται μεταξύ τους, παρά μόνο από θαλάσσης με βάρκα ή ανεβαίνοντας κορυφή από το μονοπάτι και να κατέβεις στην άλλη πλευρά του νησιού.
Από πλευράς γεωλογικού ενδιαφέροντος, το Στρόμπολι είναι ένα από τα τέσσερα ενεργά ηφαίστεια της Ιταλίας, και μια από τις οχτώ αιολικές νήσους, ένα ηφαιστειακό τόξο βόρεια της Σικελίας. Η ονομασία Στρόμπολι προήλθε από το αρχαιοελληνικό όνομα Στρογγύλη που πήρε, λόγω του χαρακτηριστικού του σχήματος. Η τελευταία μεγάλη έκρηξη συνέβη τον Απρίλιο του 2009. Το ύψος του είναι 926 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και 2.700 μέτρα από τον πυθμένα της. Χαρακτηριστικό γεωλογικό στοιχείο, αποτελεί η “Sciarra del Fuoco”, η Σάρα της φωτιάς, μια κοιλότητα σε σχήμα πετάλου που σχηματίστηκε με την πάροδο των τελευταίων 13.000 ετών μετά από συνεχείς κατολισθήσεις και εκρήξεις, δημιουργώντας μια απότομη πλαγιά. Από το χωριό Στρόμπολι βλέπουμε το Στρομπολίτσιο, μια βραχονησίδα – απομεινάρι ενός παλαιότερου κρατήρα του ίδιου ηφαιστείου.
Όσο το δελφίνι πλησίαζε, γίνονταν πιο φανερές οι λεπτομέρειες του βουνού, με κορυφογραμμές και “φλέβες” να το χαράζουν. Πρώτη αποβίβαση στην Τζινόστρα 3-4 ηλικιωμένων Στρομπολιανών. Πάνω που σουρούπωνε, ήρθε η ώρα να πατήσουμε το πόδι μας στο λιμάνι του Στρόμπολι. Θα έλεγες πως μια μυρωδιά καπνιστή υπήρχε στην ατμόσφαιρα και καμιά 20αριά τρίκυκλα αμαξίδια έκαναν «ντού» στο δελφίνι, για να εφοδιαστούν με αγαθά από την πόλη.
Συναντηθήκαμε με τον Αντόνιο στην πλατεία, που θα μας ενοικίαζε ένα σπιτάκι για τις επόμενες 3 μέρες. Μα κοιτώντας γύρω μας, νιώθαμε σαν να είμαστε στις Κυκλάδες. Άσπρα σπίτια, ασβεστωμένη πλατεία, στενοσόκακα, δρομίσκοι μόνο για τρίκυκλα και μπλε παραθύρια. Έχει βραδιάσει για τα καλά, είμαστε στο σπιτάκι μας και θέλουμε να εφοδιαστούμε με τρόφιμα και νερά για τις υπόλοιπες μέρες, έτσι πρέπει να τρέξουμε να προλάβουμε το μοναδικό ανοιχτό παντοπωλείο που υπάρχει στο χωριό μιας και τα ωράρια τους είναι πιο περίεργα κι από της Ικαρίας. Το πρώτο απόγευμα περπατήσαμε μέχρι το Osservatorio. Καμιά ώρα από το χωριό, στα 250μ. υπάρχει μια πιτσαρία – παρατηρητήριο που μπορείς να δεις τις εκρήξεις από μακριά, απολαμβάνοντας πίτσα και κρασί. Μας έκανε απίστευτη εντύπωση πως όσο περπατούσαμε μέσα και έξω από το χωριό τα πάντα ήταν ολοσκότεινα, λάμπες ή ηλεκτρισμός στους δημόσιους χώρους δεν υπήρχαν. Ίσα που συναντήσαμε δυο στρομπολιανές φιγούρες με τα φακουδάκια τους. Παντού σιωπή. Μπαίνουμε στο χωμάτινο μονοπάτι, ενώ ψηλές καλαμιές μας περικύκλωναν δεξιά και αριστερά. Αιθέριες μυρωδιές και αρώματα εισέρχονταν στο σώμα μας και μας μεθούσαν. Τόσο έντονες, που ψάχναμε πίσω από τις καλαμιές για μπουγάδες, μα πού… Αυτό που μας μεθούσε ήταν το άρωμα της φύσης. Τα δέντρα και τα φυτά υπερτροφικά και οι γάτες παχουλές, φτιαγμένες από στάχτη. Περπατώντας στο σκοτίδι που λέμε και στην Κρήτη, ακούμε έναν θόρυβο σαν αποσυμπίεση αερίου, γυρνάμε κεφάλι και τι να δούμε ανάμεσα στις καλαμιές… Κατακόκκινα συντριβάνια ξεπηδούσαν πίσω από την πλαγιά. Έχουμε γουρλώσει τα μάτια, το βουνό μας υποδέχεται. Μας έχει κατακλύσει το δέος ήδη. Φτάνοντας στην πιτσαρία, δεν μας αποτρέπει το κρύο και η υγρασία να καθίσουμε έξω και να απολαύσουμε την στρομπολιάνικη πίτσα, το λευκό κρασί και μοναδική θέα τις εκτινάξεις λάβας από τον κοντινότερο κρατήρα. Μας πήρε ένα τετράωρο να ξεπαγιάσουμε και να δώσουμε σημασία στις ματιές – μαχαιριές της σερβιτόρας που ήθελε να κλείσει.
Ημέρα Τετάρτη: συννεφιασμένος ουρανός, αεράκι που σε δροσίζει για τα καλά και ξεκινάει η εξερεύνηση. Θα βρούμε άραγες οδηγό να μας συνοδεύσει στην κορυφή απόψε; Ένα εσπρεσσάκι στην πλατεία του χωριού για να ξυπνήσουμε, ένα κορνέτο για να τηρήσουμε την παράδοση και δρόμο για το τουριστικό γραφείο. Απογοήτευση. Ο καιρός δεν θα είναι καλός σήμερα μας λέει. Αλλά αν σας ενδιαφέρει έχουμε μια ομάδα Γερμανών αύριο αν θέλετε να έρθετε. Ξεκινάμε στις 2. Μα αύριο υποτίθεται φεύγαμε.. Αρχίσαμε λοιπόν να εξερευνούμε σοκάκια, παραλίες, ανθρώπους. Στην παραλία γνωρίσαμε κάτι ψαράδες που επισκεύαζαν τις βάρκες τους για την επόμενη. Μας έκαναν εντύπωση γιατί έμοιαζαν με Κρητικούς. Ψαρομάλληδες, μελαχρινοί, με δουλεμένα χέρια, μούσια και άγριο βλέμμα. Ο ένας ήταν πραγματικά ολόιδιος με τον Ψαραντώνη και με τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε στα σικελιανά, μας κάλεσαν να πάμε μαζί τους για ψάρεμα στις 6 π.μ. Αργότερα όταν διηγηθήκαμε την συνάντησή μας στον Αντόνιο, μας είπε πως αυτός είναι ο Κουζουλίτο!! Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια!
Ξαπλωμένες στην μαύρη και αστραφτερή άμμο, αυτή τη φορά με γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα, παρακολουθούσαμε με αγωνία τις κινήσεις του καπνού στην κορυφή και την κατεύθυνση των σύννεφων, αλλά και αφουγκραζόμασταν τους ήχους του και την ενέργεια του ηφαιστείου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, ο σπιτονοικοκύρης μας, μας κάλεσε για δείπνο στο σπιτικό του, όπου θα μαγείρευαν με τους φίλους του. Δεχτήκαμε την πρόσκληση με χαρά και αφού πήραμε την σιέστα μας, ίσα που προλάβαμε να πάρουμε ένα μπουκάλι κρασί και μια κομμάτα φέτα που κρατούσαμε από την Ελλάδα και πήγαμε. Εκεί γνωρίσαμε τον Μ. και την Ε., ένα ζευγάρι Σικελιάνους γύρω στα 65 που είχαν ερωτευτεί το μέρος και είχαν αποσυρθεί εκεί τα τελευταία 25 χρόνια. Ένα καλάθι με λαχανικά από τον κήπο τους περίμενε να μαγειρευτεί. Η διαδικασία του μαγειρέματος γινόταν τόσο αργά που είχαμε άπειρο χρόνο να γνωριστούμε κάπως, να βοηθήσουμε και εμείς στη μαγειρική, να περιφερθούμε στο σπίτι, να ακούσουμε και να παίξουμε μουσική. Ένα στρομπολιανό ταμπουλέ και μια γευστικότατη παραδοσιακή caponata πήραν θέση στην τραπεζαρία. Στο τέλος της βραδιάς έχοντας πει τόσες κουβέντες και νομίζοντας πως καταλαβαίνουμε πάνω από τα μισά ιταλικά ο Μ. μας προσκάλεσε να ανέβουμε μαζί του στο βουνό το επόμενο απόγευμα, όπου θα έκανε την ρουτινιάρικη εβδομαδιαία ανάβασή του. Αποφασίσαμε να μείνουμε μια μέρα ακόμη λοιπόν και αφού δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του Μ. και της Ε. στις 6.30 το απόγευμα της επομένης.
Ημέρα Πέμπτη: Μέχρι το απόγευμα είχαμε χρόνο να χαλαρώσουμε, να μαγειρέψουμε, να περιφερθούμε και να ονειρευτούμε την ανάβαση. Στις 6:30 ακριβώς ήμασταν στον σπίτι τους στην παραλία, η βεράντα τους ένα μικρό φυτώριο και από κάτω το περιβόλι τους. Ήπιαμε έναν καφέ φίλτρου στα γρήγορα, ο Μ. κοιτούσε το βουνό, να δει τους φακούς των Γερμανών που κατέβαιναν και μόνο όταν θα έφταναν στο χωριό θα ξεκινούσαμε. Φορτωθήκαμε σακίδια, ζεστά ρούχα, τσάι και σνακ για την κορυφή, βάλαμε τα φακουδάκια μας κι αρχίσαμε τον δρόμο για την κορυφή, προσπερνώντας στα γρήγορα τα δρομάκια του χωριού. Τα αρώματα άρχισαν πάλι να μας ξυπνάνε, το χώμα να γίνεται μαλακό και καλαμιές πυκνές να μας περικυκλώνουν. Σε κάθε βήμα προς τα πάνω η υγρασία γινόταν όλο και πιο έντονη αλλά ο καιρός έδειχνε να είναι ιδανικός. Ο Μ. μπροστά, σωστός βασιλιάς του ηφαιστείου. Το μονοπάτι που πήραμε είχε στα δεξιά του τη σάρα της φωτιάς. Ήταν το κοφτό που λέμε κι εδώ. Ακόμη η γη πλούσια σε βλάστηση, μανιτάρια mosharius παντού και το χωμάτινο μονοπάτι άρχισε να μετατρέπεται σε βραχώδες, απότομο και με μεγάλη κλίση. Είχε χρώμα κόκκινο και συνειδητοποίησα πως είναι ποτάμι λάβας που κύλησε και στέγνωσε και τώρα μας οδηγούσε πάνω.
Σφφφφ και μπουμ! Να το και το καλωσόρισμα στα ορεινά και η εκτίναξη λάβας άρχισε να φαίνεται στα δεξιά μας. Οι παλμοί μας ανεβαίνουν και ο ενθουσιασμός το ίδιο και δεν ξέρουμε τι μας περιμένει. Ο οδηγός μας, γνώστης και της πιο μικρής λεπτομέρειας πάνω στο βουνό, άρχισε να μας λέει για τους κρατήρες, τα ονόματά τους και ήξερε πόσα λεπτά χρειάζονται για κάθε στάση ή σημείο ξεκούρασης. Ακόμη και τη μετακίνηση ενός κομματιού ξύλου μπορούσε να αναγνωρίσει στο μονοπάτι. Είχαμε ήδη καταλάβει πόσο τυχερές είμαστε που είχαμε την ευκαιρία να ανέβουμε στο βουνό μαζί του. Όσο πλησιάζαμε στην κορυφή, οι εκρήξεις αυξάνονταν, το ίδιο και η ανυπομονησία μας. Μετεωρολογικοί σταθμοί άρχισαν να εμφανίζονται και η όσφρησή μας μας έφερνε πιο κοντά στην πηγή της φωτιάς, της εσωτερικής ενέργειας της γης που πατούμε. Η υγρασία 90%, άπνοια και ουρανός πλημμυρισμένος από αστέρια χωρίς ίχνος σελήνης και πατάμε την κορφή του ηφαιστείου στα 926μ. μετά από 3 και κάτι ώρες ανάβασης.
PIZZO SOPRA LAFOSSA και φςςςς και μπουμ! Το καλωσόρισμα στην κορφή με μια τόσο δυνατή έκρηξη – η πρώτη που είδαμε από τόσο κοντά – που μας άφησε με το στόμα ανοιχτό, τα μάτια γουρλωμένα και με το φυλλοκάρδι να έχει φτάσει δεν ξέρω κι εγώ πού. Μέχρι να βάλουμε τα έξτρα ρούχα μας για να κρατηθούμε ζεστές, κατά τη διάρκεια της παράστασης που έδινε το ηφαίστειο, να σου και μια άλλη εκκωφαντική έκρηξη. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα μάτια μας από τους κρατήρες λες και κάτι μας μαγνήτιζε εκεί, οι οποίοι φαίνονταν μικροί μεν στο απόλυτο σκοτάδι και μόνο ένας άφηνε τις πύρινες γλώσσες να ξεφύγουν από το στόμα του.
Οι υπόλοιποι χαρακτηρίζονταν από μία ύπουλη ηρεμία. Και ξαφνικά λάβα, μάγμα, βράχοι και καπνός εκτοξεύονταν από τα έγκατα. Ο Μ. ήταν πολύ χαρούμενος που είχαμε την τύχη να έχουμε αυτές τις συνθήκες και τέτοια ενεργή ανταπόκριση από το ηφαίστειο. Σας συμπάθησε, μας λέει. CIAO STROMBOLI! Φώναζε σε κάθε έκρηξη γνωρίζοντας από ποιον κρατήρα προερχόταν η λάβα. STROMBOLI DUO! GINOSTRA UNO! 250m. High! Τι ζούμε; Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε αυτό που βλέπουμε και έχουμε χάσει τη μιλιά μας. Οι κρατήρες συνέχισαν την εκρηκτική τους δραστηριότητα για τις επόμενες τρεις ώρες που μείναμε στην κορυφή, αποχαυνωμένοι από το θέαμα. Μπορούσες να ακούσεις τα αέρια να βγαίνουν από τους κρατήρες, καμιά φορά μυρωδιά θειαφιού, δευτερόλεπτα σιωπής, μικρή δόνηση από τα πόδια στο λαιμό και πυροτεχνήματα, σιντριβάνια μάγματος και ουρλιαχτά ικανοποίησης.
Για λίγο ο Μ. Έφυγε από το σημείο που βρισκόμασταν και βλέπαμε έναν φακό να περπατάει προς τη σάρα. Επέστρεψε, φέρνοντάς μας οψιδιανούς δηλ. κρυστάλλους λάβας, τους έβαλε στη χούφτα μας και την έκλεισε μαλακά. Αργά ή γρήγορα αισθανθήκαμε ότι ο Μ. κρατούσε τη καρδιά του STROMBOLI και χωρίς αυτόν τίποτε δε θα ήταν ίδιο σε αυτή την ανάβαση.
Αφού το κρύο έφτασε μέχρι το μεδούλι, περιμέναμε την έκρηξη του αποχαιρετισμού για να αρχίσουμε την κατηφορική επιστροφή στο χωριό. Η τελευταία έκρηξη ήταν η πιο επιβλητική και φαντασμογορική όλων.
Ώρα 1:30 αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το μονοπάτι της επιστροφής, υπερ-γεμάτοι, υπερ-ικανοποιημένοι, άλλοι άνθρωποι. Η κατάβαση γινόταν σε απότομη κλίση πάνω σε πούδρα τέφρας που άνετα θα μπορούσε κάποιος να σκιάρει. Διασκεδατικότατη! Κατά τις 3 φτάσαμε στο χωριό και το επόμενο πρωί στις 7 θα παίρναμε το δελφίνι της επιστροφής. Μαζί μας ήταν και ο Μ. που έπρεπε να επισκεφθεί το νοσοκομείο της πόλης. Το πρωινό γλυκύτατο και ο ήλιος ανέτειλε χρυσός. Πρώτη φορά είδα τον ήλιο να ανατέλλει με τέτοιο χρώμα, μέχρι τότε τον έβλεπα κόκκινο. Ένα τελευταίο στρομπολιανό εσπρεσσάκι και το δελφίνι μας επέστρεψε στον πολιτισμό.
Αυτό που συνειδητοποίησα στο ταξίδι της επιστροφής είναι πως τελικά οι προορισμοί μας, τα ταξίδια και οι περιπέτειες σε αυτή τη ζωή δεν είναι τα μέρη μόνον ή τα τοπία που επισκεπτόμαστε αλλά οι άνθρωποι που ζουν και συναντάμε σε αυτά. Στο Στρόμπολι δε σκύβεις ποτέ το κεφάλι κάτω.