Βιτσέντζος Κορνάρος: Ερωτόκριτος

Β΄ εξάμηνο 2014

Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ’ ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια,
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.
Kι απ’ όλους κείνους, που’σανε εκεί κατοικημένοι,
μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ’ ήβλεπε το κουράδι,
συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ’ αυτόν το νιόν ομάδι.
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
κι ως του’χε λάχει να το δει, δεν τ’ άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.
Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει,
να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.

 

Ενότητα Β΄, στίχοι 631-646

Επιλογή στίχων: Νανά Κουτσανδρέου

Αφήστε μια απάντηση

[ + ]