Ορειβατική εξόρμηση στο Γκίγκιλο
Για ακόμα μια φορά ο Σύλλογος μας πραγματοποίησε ανάβαση σε μια από τις πιο επιβλητικές κορυφές των Λευκών Ορέων, το Γκίγκιλο. Ξεκινήσαμε το μεσημέρι του Σαββάτου με λεωφορείο από το Ηράκλειο για τον Ομαλό Χανίων. Η μέρα ήταν ζεστή, αν και η πιθανότητα βροχής για το απόγευμα στην δυτική Κρήτη ήταν αυξημένη. Εκείνο όμως που μας ενδιέφερε ήταν η επόμενη μέρα και αυτή έδειχνε ότι θα ήταν καθαρή στην περιοχή του Οροπεδίου του Ομαλού. Και αυτό ήταν σημαντικό γιατί οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες είναι απαραίτητες για την ασφαλή ανάβαση στην απότομη βραχώδη κορυφή του Γκίγκιλου. Οι περισσότεροι από την ομάδα συμμετείχαν για πρώτη φορά σ’ αυτή την εξόρμηση, γεγονός που έκανε για μένα περισσότερο επιθυμητή την επιτυχή έκβαση της.
Κάναμε μια στάση λίγο πριν τη Σούδα για έναν καφέ και συνεχίσαμε για το Οροπέδιο του Ομαλού. Στη διαδρομή πραγματικά άρχισε να βρέχει, αλλά όταν φτάσαμε στον Ομαλό η βροχή είχε ήδη σταματήσει. Μόλις κατεβήκαμε από το λεωφορείο μας τύλιξε μια ευχάριστη φθινοπωρινή δροσιά, που εκτιμήσαμε αφάνταστα μετά τις παρατεταμένες ζέστες του καλοκαιριού.
Το οροπέδιο του Ομαλού είναι ένα από τα τρία ψηλότερα οροπέδια της Κρήτης με υψόμετρο 1080 μ. Χαρακτηριστικό είναι το σχήμα του, που είναι ακανόνιστο κυκλικό, με έκταση περίπου 25.000 στρέμματα. Είναι περιτριγυρισμένο από επτά κορφές των Λευκών Ορέων: το Γκίγκιλο (2080 μ), το Ψιλάφι (1984 μ), τη Μελινταού (2133 μ), το Καλόρος (1925 μ), το Βόθονο (1298 μ), την Καημένη Κεφάλα (1407 μ) και το Τουρλί (1458 μ). Συνορεύει με τρεις επαρχίες των Χανίων (Κυδωνίας, Σελίνου και Σφακίων), με τις οποίες συνδέεται με τρεις αντίστοιχες διαβάσεις που αποτελούν τις εισόδους και εξόδους του οροπεδίου. Το οροπέδιο του Ομαλού έχει συνδεθεί με πολλά ιστορικά γεγονότα και αποτελεί αναπόσπαστο σημείο αναφοράς στην εξιστόρηση της πορείας των Χανίων. Αποτέλεσε κρησφύγετο των επαναστατών σε κάθε ιστορική περίοδο.
Τακτοποιηθήκαμε στα δύο ξενοδοχεία και αμέσως μετά ξεκινήσαμε για μια εξερεύνηση του σπηλαιοβάραθρου Χώνος ή του Τζανή ο σπήλιος, όπου είχε το λημέρι του τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο οπλαρχηγός Τζανής Μάρκος ή Φόβος. Το μήκος του φτάνει σχεδόν τα δυόμισι χιλιόμετρα, ενώ η υψομετρική διαφορά από την είσοδο του τα 241 μέτρα. Με φακούς κεφαλής προχωρήσαμε στο πρώτο τμήμα του σπηλαίου και θαυμάσαμε τα εντυπωσιακά πολύχρωμα πετρώματα του. Απέναντι από την είσοδο του σπηλαίου, πάνω σε μικρό ύψωμα είδαμε τον Πύργο και την εκκλησία του ξακουστού Λακκιώτη οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Γιάνναρη. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο όπου απολαύσαμε το πλούσιο βραδινό μας δείπνο.
Την Κυριακή το πρωί μετά το πρωινό μας, επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο που μας μετέφερε στο Ξυλόσκαλο (1200 μ), δίπλα στην είσοδο του Εθνικού Δρυμού – Φαραγγιού της Σαμαριάς. Το όνομα του έχει πάρει από την ξύλινη ανεμόσκαλα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι παλαιότερα, πριν γίνει το μονοπάτι που υπάρχει σήμερα, για να κατέβουν μέσα στο φαράγγι. Από εκεί ξεκινήσαμε την πορεία μας. Ακολουθήσαμε το ορειβατικό μονοπάτι Ε4, το οποίο είναι πολύ καλά χαραγμένο και σηματοδοτημένο. Εκείνη την ώρα ανέτειλε ο ήλιος πίσω από τις ανατολικές κορυφές των Λευκών Ορέων και έστειλε τις φωτεινές του ακτίνες στις απόκρημνες πλαγιές και την κορυφή του Γκίγκιλου. Ευτυχώς ο καιρός ήταν πολύ καλός και ο ουρανός καθαρός. Το μονοπάτι πλαισιωνόταν από τις αγέρωχες φιγούρες αιωνόβιων δέντρων με τα μεγάλα τους κλαδιά και τις βαθιές τους ρίζες αγκάλιαζαν το βραχώδες έδαφος. Στην περιοχή αυτή φύονται και πολλά είδη ενδημικών φυτών, μερικά από τα οποία είναι προστατευόμενα. Λίγο ψηλότερα το μονοπάτι έκανε μια καμπή και έπαιρνε για λίγο κατηφορική πορεία. Ακριβώς απέναντι μας βλέπαμε τώρα την απόκρημνη πλαγιά του Γκίγκιλου. Το όνομα Γκίγκιλος σημαίνει σαπισμένος και οφείλεται στα βράχια που πέφτουν από τις πλαγιές του σ’ όλη την διάρκεια του χρόνου. Κατά την αρχαιότητα θεωρείτο ιερό βουνό στο οποίο είχε το θρόνο του ο Κρητογένης Δίας. Ξαφνικά βρεθήκαμε σε ένα φανταστικό σκηνικό με πρωταγωνιστές τους βράχους. Μια πέτρινη «αψίδα» με ρομβοειδές άνοιγμα και έντονες αντιθέσεις σκιάς και φωτός, όρθιοι μυτεροί «σταλαγμίτες», στενά περάσματα σα συμπληγάδες πέτρες, μικρές σπηλιές και πέτρινες κολώνες να κρέμονται στην άκρη του γκρεμού. Το σκηνικό συμπλήρωναν οι εντυπωσιακές φιγούρες των δέντρων. Το μονοπάτι στη συνέχεια μας οδήγησε στην τοποθεσία Λινοσέλι (Σελί των Ελλήνων). Εκεί βρίσκεται μια πηγή, της οποίας το νερό τρέχει όλο το χρόνο παγωμένο. Λέγεται ότι στην αρχαιότητα εδώ λουζόταν ο Δίας αλλά επίσης ότι υπήρχε ένα Μαντείο. Κάναμε μια στάση και συνεχίσαμε την πορεία μας στο ανηφορικό, ελικοειδές μονοπάτι χαραγμένο στο σαθρό πετρώδες έδαφος μέχρι το διάσελο. Από εκεί η θέα ήταν υπέροχη. Προς το Βόρεια το Οροπέδιο του Ομαλού μισοσκεπασμένο με μικρά συννεφάκια. Προς τα Νότια το Φαράγγι της Τρυπητής και στο βάθος το Λιβυκό Πέλαγος. Σταματήσαμε για λίγο να ξεκουραστούμε και να φάμε κάτι.
Έπειτα συνεχίσαμε στο δεύτερο κομμάτι της πορείας μας, την κυρίως ανάβαση στο Γκίγκιλο. Εγκαταλείψαμε το Ε4 και ακολουθήσαμε τα κίτρινα σημάδια που μας οδηγούσαν από τα πιο βατά σημεία στο απόκρημνο βραχώδες βουνό. Το ανάγλυφο πολύ όμορφο, οι σχηματισμοί των βράχων εκπληκτικοί, με στενά περάσματα, διάσελα, κάθετες πλαγιές και σπηλαιοβάραθρα. Το βαθύτερο από αυτά έχει βάθος 115 μέτρα. Ψηλότερα, σε ένα μικρό πλάτωμα, το άγριο τοπίο του βουνού ημέρευε λίγο με τους καφεκόκκινους αγκαθωτούς θάμνους που απλωνόταν γύρω από στρογγυλά πέτρινα αλώνια. Συνεχίσαμε σκαρφαλώνοντας στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής και λίγο αργότερα βρεθήκαμε στην κορυφή του Γκίγκιλου, στα 2080 μ. Η ικανοποίηση ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα γι αυτούς που ανέβαιναν για πρώτη φορά. Και για επιβράβευση όπως πάντα, ένα γλυκό λουκουμάκι για όλους.
Ο καιρός ήταν ακόμα πολύ καλός, μας επέτρεψε να απολαύσουμε τη θέα. Στα ανατολικά ορθωνόταν η οροσειρά των Λευκών Ορέων, με τις κορυφές Μαύρη, Μελινταού, Πάχνες και Ζαρανοκεφάλα. Στα ριζά τους ξεδιπλωνόταν καταπράσινο το Φαράγγι της Σαμαριάς. Το καταφύγιο του Καλλέργη ξεχώριζε απέναντι με την κόκκινη σκεπή του. Στα Βόρεια απλωνόταν το Οροπέδιο του Ομαλού στεφανωμένο με πυκνά λευκά συννεφάκια που μας έκρυβαν τα Χανιά και το Κρητικό Πέλαγος. Στα Νότια η κορυφή Βολακιάς και στο βάθος το Λιβυκό Πέλαγος. Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες γύρω από τον μεταλλικό στύλο της κορυφής με τα απλωμένα χρωματιστά σημαιάκια και κατόπιν απλώσαμε τα τραπεζομάντιλα μας και απολαύσαμε το φαγητό μας. Είχε αρχίσει να συννεφιάζει λίγο παραπάνω όταν ξεκινήσαμε την πορεία της επιστροφής, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι.
Στην κατάβαση συναντήσαμε αρκετούς ορειβάτες που ανέβαιναν πιο αργοπορημένοι. Με προσοχή κατεβήκαμε την άγρια πλαγιά του Γκίγκιλου ως το διάσελο και από εκεί το φιδωτό μονοπάτι ως το Λινοσέλι. Τα σύννεφα αραίωσαν και πάλι αφήνοντας τον ήλιο να παίζει παιχνίδια με τους βράχους και τις σκιές. Τα χρώματα του τοπίου, διαφορετικά από το πρωί, παρέμεναν πανέμορφα. Οι σκιές των όρθιων βράχων έπεφταν τώρα πιο μακριές, σχηματίζοντας φιγούρες φανταστικών ζώων. Δροσιστήκαμε στην πηγή και αφού προσπεράσαμε τον «κόσμο της φαντασίας των βράχων», συνεχίσαμε στο Ε4 μέχρι το Ξυλόσκαλο, ολοκληρώνοντας εκεί την πορεία μας. Το λεωφορείο μας περίμενε εκεί για να μας μεταφέρει πίσω στο ξενοδοχείο. Μαζέψαμε τα πράγματα μας, αποχαιρετίσαμε τους ξενοδόχους και το Οροπέδιο του Ομαλού και αναχωρήσαμε.
Στη διαδρομή κάναμε μια στάση στις Καλύβες Χανίων. Η γαλήνη της θάλασσας ήρθε να προστεθεί στη μαγεία του βουνού που ήδη είχε αγγίξει την ψυχή μας. Επιστρέψαμε στο Ηράκλειο το βράδυ, αναζωογονημένοι από την ομορφιά και τη φρεσκάδα της φύσης. Κι εγώ ένοιωθα καλά γιατί ήμουν σίγουρη πως η εικόνα αυτού του όμορφου βουνού θα με συντρόφευε τις επόμενες μέρες…