Στις κορφές των Λευκών Ορέων
23-24 Ιουνίου 2018
Το αφιέρωμα γράφει ο Γιώργος Χαρνίδης
Ο κακοτράχαλος χωματόδρομος προς τις Ρουσιές αποδεικνύονταν μακρύς, σίγουρα πιο μακρύς από αυτό που υπολόγιζα. Μετά από ώρες καθιστικής αναμονής στο λεωφορείο για την Ανώπολη βρισκόμασταν πλέον φορτωμένοι σε αγροτικά που θα μας μετέφεραν στο σημείο απ’ όπου και θα ξεκινούσε η περιπλάνησή μας στα Λευκά Όρη. Η αγωνία παρατεινόταν για λίγο ακόμη. Κερδίζαμε απότομα υψόμετρο, καθώς πάνω στις καρότσες απολαμβάναμε την πρωινή δροσιά με τη θέα του Λιβυκού πελάγους που πλημμύριζε το κάδρο που σχηματιζόταν πίσω μας. Σύντομα, το απότομο φρενάρισμα του οδηγού θα με επανέφερε στον στόχο μας. Είχε έρθει η ώρα λοιπόν, ο χωματόδρομος θα άφηνε τη θέση του στο ανηφορικό μονοπάτι που θα επιμελούνταν την ξενάγησή μας στις ομορφιές των Λευκών Ορέων. Τα σακίδια στην πλάτη, λοιπόν, και ξεκινάμε για την πρώτη κορυφή που θα επισκεπτόμασταν, τις Πάχνες (2453μ). Οι παλμοί της καρδιάς είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν σε γραμμική σχεδόν συνάρτηση με τους ανηφορικούς ελιγμούς του μονοπατιού. Πάντα απολαμβάνω αυτή τη συνθήκη, σύμφυτη με την πεζοπορία, της αδιάλειπτης συνέχειας του περιβάλλοντος, και της αντανάκλασης που φέρει στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητή. Η ενσωμάτωση όλου αυτού ψυχικά και σωματικά, η προσαρμογή σε αυτή την καινούργια κατάσταση του υπάρχειν∙ ένταση, κόπωση και ξεπέρασμα αυτής.
Οι ζωηροί ήχοι και οι μυρωδιές της φύσης, πάντα σε έξαρση, συμπληρώνανε το τοπίο που απολαμβάναμε καθώς προσεγγίζαμε τις Πάχνες. Σε λίγη ώρα, λοιπόν, θα βρισκόμασταν εκεί. Αυτή η απαράμιλλη αίσθηση ζωτικότητας θα με πλημμύριζε ξανά, καθώς στεκόμουνα στα 2453 μέτρα και γευόμουνα την τόσο γοητευτικά απόκοσμη θέαση της ορεινής ερήμου των Λευκών Ορέων. Ναι, η ψηλότερη κορυφή τους μάλλον είναι το καλύτερο σημείο για να αποκτήσει κανείς μια οπτική γνωριμία μαζί τους. Όπου και να κοιτάξεις, σε γωνία 360 μοιρών, παντού κορυφές, βράχοι διαφόρων αποχρώσεων, η ελάχιστη δυνατή βλάστηση, σύνθεση σεληνιακού τοπίου. Όλος αυτός ο ορεινός όγκος, ο τόσο αγέρωχος, λες και ανέκαθεν έστεκε εκεί, σίγουρα πριν από εμάς και ακόμη πιο σίγουρα μετά από ᾽μας. Με τρόπο μας υπενθυμίζει το πόσο μικροί είμαστε, το πόσο τρωτές είναι οι υποθέσεις μας καθημερινά.
Η παρουσία μας στην κορυφή των Πάχνεων σύντομα θα τέλειωνε μιας και ο καλοκαιρινός ήλιος, αποφασισμένος πλέον πάνω από τα κεφάλια μας, μας ωθούσε να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το καταφύγιο Κατσιβέλι. Μέσα από μια πανέμορφη διαδρομή στην καρδιά των Λευκών Ορέων δεν θα αργούσαμε και πολύ να συναντήσουμε το πετρόκτιστο καταφύγιο στους πρόποδες του όρους Σβουριχτή (2356μ). Εκεί θα ολοκληρωνόταν η πορεία μας για εκείνη τη μέρα. Αφήσαμε τα σακίδιά μας και, μετά τις απαραίτητες ανάσες, ήμασταν και πάλι έξω, ανυπόμονοι να αιχμαλωτίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες από το μαγευτικό εκείνο μέρος. Μάζεμα μαλοτήρας, περιπλανήσεις σε διάφορα υψωματάκια τριγύρω, τσάι και κουβέντα θα συμπλήρωναν τις επόμενες ώρες.
Την επόμενη μέρα η στιγμή του ξυπνήματος δεν θα αργούσε. Με το άνοιγμα της πόρτας του καταφυγίου οι διαυγείς πρωινές ηλιαχτίδες κατέκλυσαν το δωμάτιο. Μια τονωτική παρότρυνση που χρειαζόμασταν προκειμένου να ξεκινήσουμε τη μέρα μας. Μετά από σύντομο κολατσιό και ταχτοποίηση του χώρου, βρισκόμασταν ήδη στο διάβα μας για την κορυφή της Σβουριχτής. Η πορεία πιο απαιτητική απ’ αυτό που φανταζόμουν, ήπια αλλά μακρόσυρτη, κι όμως τα καταφέρναμε. Ένα βήμα, κι άλλο ένα και φτάσαμε. Άλλη κορυφή, άλλη και η θέα της. Από εκεί μπορούσαμε να θαυμάσουμε μέχρι και τα βόρεια βουνά της οροσειράς, λες και ήταν δίπλα μας.
Ο επόμενος σταθμός μας, ο Μέσα Σωρός (2349μ), δέσποζε ακριβώς αντίκρυ μας. Αυτή τη φορά χωρίς να κρύβει εκπλήξεις, πολύ πιο εύκολα, και όντας πλέον ζεσταμένοι, σε λίγη ώρα καθόμασταν στην κορυφή αναπληρώνοντας τις δυνάμεις μας. Το βλέμμα μου αυτή τη φορά εστίασε στις ανατολικές κορυφές, Κάστρο, Φανάρι. Αυτό το πέλαγος βουνών, όταν το αγναντεύεις από τέτοια ύψη, μπορεί να μοιάζει πεπερασμένο, καθώς το διασχίζεις όμως φαντάζει εντελώς δαιδαλώδες.
Επόμενη και τελευταία στάση μας, για εκείνη τη μέρα, οι Στέρνες (2335μ). Ο ήλιος καυτός, καθώς είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά και εμείς ανηφορίζαμε το σαθρό μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή. Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο θα ολοκληρωνόταν μια μικρή κυκλική βόλτα στα Λευκά Όρη, μιας και το συγκεκριμένο βουνό ορθωνόταν ακριβώς πάνω από το αρχικό σημείο εκκίνησης, τις Ρουσιές. Το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής όμως έμελλε να είναι και το πιο επώδυνο, αφού επιλέξαμε μία αρκετά μεγάλη σάρα για να κατέβουμε κάτω. Το έδαφος προφανώς ήταν πολύ ασταθές και κάθε μας βήμα συνοδευόταν από μικρές κατολισθήσεις. Μας πήρε αρκετή ώρα αλλά εντέλει τα καταφέραμε.
Πλέον κάτω, στο αρχικό μονοπάτι, όλοι ασφαλείς και γεμάτοι ευχαρίστηση, κινούμασταν προς την τοποθεσία όπου θα μας περίμεναν τα αγροτικά για να μας επιστρέψουν στην Ανώπολη. Μία ακόμη εκδρομή στα μαγευτικά Λευκά Όρη τελείωνε γεμίζοντας μας με εικόνες, μυρωδιές και ήχους.